εδεπά

εδεπά
επίρρ.
1. εδώ, εδώ κοντά, κάπου κοντά
2. (για κίνηση) κατά δω
3. (με τον σύνδ. ως) α) ακόμη και τώρα
β) τότε πια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”